- πολλαπλούς
- -ή, -ούν / πολλαπλοῡς, -ῆ, -οῡν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, -ή, -ό, Ν, πολλαπλόος, -όη, -όον, Ααυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα»)νεοελλ.φρ. α) «πολλαπλή ηχώ»(ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορέςβ) «πολλαπλή μεταβίβαση»(επικοιν.) η χρησιμοποίηση κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την πραγματοποίηση πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιώνγ) «πολλαπλή καλλιέργεια» — η διαδοχική ανάπτυξη δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, τής μιας μετά την άλλη, στον ίδιο αγρό μέσα σε ένα έτοςαρχ.1. (για ανθρώπους) δόλιος, αυτός που δεν είναι ευθύς και απλός («οὐκ ἔστι διπλοῡς ἀνὴρ παρ' ἡμῑν οὐδὲ πολλαπλοῡς», Πλάτ.)2. φρ. «πολλαπλοῡν ὄνομα» — πολυσύνθετο όνομα.επίρρ...πολλαπλώς / πολλαπλῶς ΝΜμε πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλά- τού πολύς (βλ. λ. πολύς) + -πλος*].
Dictionary of Greek. 2013.